- μπρούμ(υ)τα
- επίρρ. вниз лицом, ничком;
έπεσα τα ( — или στα) μπρούμ(υ)τα — я упал вниз лицом;
είμαι πεσμένος μπρούμ(υ)τα — лежать ничком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπεσα τα ( — или στα) μπρούμ(υ)τα — я упал вниз лицом;
είμαι πεσμένος μπρούμ(υ)τα — лежать ничком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλησιάνθρωπος — (plesianthropus). Γένος απολιθωμένων ανθρωποειδών πιθήκων που ανήκουν στην οικογένεια των αυστραλοπίθηκων και αναγνωρίστηκαν από ανθρωπολόγους την περίοδο 1930 40. Απολιθώματά τους βρέθηκαν από το δρα Μπρουμ στην πλειοπλειστόκαινο του Σερκφοντάιν … Dictionary of Greek
Κίτσενερ, Οράτιο Χέρμπερτ — (Horatio Herbert Kitchener, Μπαλιλόνγκφορντ, κομητεία Κέρι, Ιρλανδία 1850 – Βόρεια θάλασσα 1916). Βρετανός στρατηγός. Είχε τον τίτλο του κόμη του Χαρτούμ και του Μπρουμ. Υπηρέτησε στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, όπου… … Dictionary of Greek